μέρος

μέρος
μέρος
Grammatical information: n.
Meaning: `part, share, section, row, rank' (h. Hom., Thgn., Pi., IA.).
Compounds: Rarely as 1. element, e.g. μερ-άρχης m. `distributing official' (Att. inscr.), `commander of a military division' (hell.), very often as 2. part, e.g. πολυ-μερής `consisting of many parts' (Ti. Locr., Arist.).
Derivatives: (s. also on μερίζω below) μερίς, -ίδος f. `part, distribution, contribution, plot of ground, district, class' (Att., hell.; on the meaning as against μέρος Chantraine Form. 345) with μερίδ-ιον (Arr.); as 1. member a. o. in μεριδ-άρχης m. `governor of a district' (pap., LXX). -- From μέρος also: μερίτης m. `participant' (D., Plb.; Fraenkel Nom. ag. 2, 211, Redard 43) with μεριτικός `belonging to the με-ρίτης' (Lyd.), (συμ-)μεριτεύω, -ομαι `distribute(among themselves)' (LXX, pap.), with μεριτεία `distribution of property' (pap.); μερικός `concerning the part, individual, special' (Aristipp. ap. D. L.) with -κεύω `consider as individual' (Steph. in Rh., Eust.); μερόεν μεριστικόν H.; μέρεια or -εία in ἐν τᾶι μερείᾱι (Tab. Heracl.; cf. Schwyzer 469). -- Denomin. (first from μέρος, but also from μερίς): μερίζω, Dor. -ίσδω, also mith prefix as ἐπι-, δια-, κατα-, `distribute', midd. `dictribute among one another, drive apart' (IA., Theoc., Bion) with (ἐπι-, κατα-) μερισμός `dictribution' (Pl., Arist.), μέρισμα `part' (Orph.), κατα-, ἀνα-μέρισις `distribution' (Epicur.), (συμ-)μεριστής `distributor' resp. `fellow-heir' (Ev. Luc., pap.), f. -ίστρια (sch.).
Origin: IE [Indo-European] [969] *smer- `think of, remember, care'
Etymology: Verbal noun to μείρομαι `take one's share' (s. v.), perf. ἔμμορε `participate'; a supposition on νέμος (connected with νέμω `distribute') as example by Porzig Satzinhalte 264; the neutral σ-stems with ε-vowel were in general very productive (Schwyzer 512).
Page in Frisk: 2,212

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέρος — share neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου …   Dictionary of Greek

  • κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

  • ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… …   Dictionary of Greek

  • μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”